ἐμπνοῦν

ἐμπνοῦν
ἐμπνέω
blow
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ἐμπνέω
blow
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔμπνουν — ἔμπνους with the breath in one masc/fem acc sg ἔμπνους with the breath in one neut nom/voc/acc sg ἐμπνέω blow imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐμπνέω blow imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεποκέλλω — Α πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»] …   Dictionary of Greek

  • τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”